φυλακτήρας

φυλακτήρας
ο / φυλακτήρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
μέρος τού σπαθιού ή τού ξίφους που προφυλάσσει το χέρι από τα χτυπήματα τού αντιπάλου
αρχ.
1. φύλακας, φρουρός
2. αυτός που διατηρεί, που φυλάγει κάτι μέσα του («λάκκους φυλακτῆρας ὑδάτων», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. -τήρ* (πρβλ. ἁρπακ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυλακτῆρας — φυλακτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφυλακτήρας — ο, Ν μεταλλικός προφυλακτήρας τής σκανδάλης τυφεκίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φυλακτήρας (πρβλ. προ φυλακτήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ὑποφυλακτήρ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροφυλακτήρας — ο, Ν τεχνολ. συρμάτινο πλέγμα στο στόμιο τής καπνοδόχου μιας ατμομηχανής για να συγκρατεί τους εκτοξευόμενους σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρας + φυλακτήρας (< φυλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”