- φυλακτήρας
- ο / φυλακτήρ, -ῆρος, ΝΑνεοελλ.μέρος τού σπαθιού ή τού ξίφους που προφυλάσσει το χέρι από τα χτυπήματα τού αντιπάλουαρχ.1. φύλακας, φρουρός2. αυτός που διατηρεί, που φυλάγει κάτι μέσα του («λάκκους φυλακτῆρας ὑδάτων», Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. -τήρ* (πρβλ. ἁρπακ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.